- δινωτός
- δῑνωτός , δινωτόςturnedmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δινωτός — δινωτός, ή, όν (Α) [δίνος] 1. ο στρογγυλεμένος με τόρνο, ο τορνευμένος 2. σκεπασμένος γύρω γύρω 3. περιστροφικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < δίνος, εφόσον το ρ. δινώ ( όω), του οποίου παράγωγο θα μπορούσε να ήταν, παραδίδεται μεταγενεστέρως. Η λ. δινωτός … Dictionary of Greek
δινωτόν — δῑνωτόν , δινωτός turned masc acc sg δῑνωτόν , δινωτός turned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δινωτοῖο — δῑνωτοῖο , δινωτός turned masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δινωτοῖς — δῑνωτοῖς , δινωτός turned masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δινωτοῖσι — δῑνωτοῖσι , δινωτός turned masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δινωτοῖσιν — δῑνωτοῖσιν , δινωτός turned masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δινωτοῦ — δῑνωτοῦ , δινωτός turned masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δινωτούς — δῑνωτούς , δινωτός turned masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δινωτῇ — δῑνωτῇ , δινωτός turned fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δινωτή — δῑνωτή , δινωτός turned fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)